θηλυγονία

θηλυγονία
η (Α θηλυγονία) [θηλυγόνος]
η γέννηση μόνο θηλυκών τέκνων, η θηλυτοκία
αρχ.
συγγένεια από μητέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θηλυγονία — θηλυγονίᾱ , θηλυγονία generation of females fem nom/voc/acc dual θηλυγονίᾱ , θηλυγονία generation of females fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυγονία — η 1. το να γεννά κάποιος κορίτσια. 2. συγγένεια από μητέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλυγονίας — θηλυγονίᾱς , θηλυγονία generation of females fem acc pl θηλυγονίᾱς , θηλυγονία generation of females fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυγονίαν — θηλυγονίᾱν , θηλυγονία generation of females fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυγονίη — θηλυγονία generation of females fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλεογονία — θηλεογονία, ἡ (Α) βλ. θηλυγονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλεο (< θήλυς, γεν. θήλεος) + γονία ( γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] …   Dictionary of Greek

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • θηλυγονικός — ή, ό [θηλυγόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλυγονία …   Dictionary of Greek

  • θηλυγόνος — ο (Α θηλυγόνος, ον) 1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους 2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν) φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γόνος (<… …   Dictionary of Greek

  • θηλυτοκία — η (Α θηλυτοκία) [θηλυτόκος] το να γεννά κάποιος μόνο θηλυκά τέκνα, η θηλυγονία νεοελλ. βιολ. η ιδιότητα μερικών ζωικών ειδών να παράγουν σταθερά θηλυκά άτομα με παρθενογένεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”